- εφέσιμος
- η , ο [ος , ον ] юр. см. εφεσίβλητος 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐφέσιμος — in which there was the right of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέσιμος — η, ο (Α ἐφέσιμος, ον) [έφεσις] 1. αυτός που υπόκειται σε έφεση 2. φρ. «εφέσιμη απόφαση» η απόφαση που μπορεί να εφεσιβληθεί αρχ. προσιτός … Dictionary of Greek
εφέσιμος — η, ο βλ. εφεσίβλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφεσίμου — ἐφέσιμος in which there was the right of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεσίμους — ἐφέσιμος in which there was the right of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεσίμων — ἐφέσιμος in which there was the right of fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέσιμοι — ἐφέσιμος in which there was the right of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέσιμον — ἐφέσιμος in which there was the right of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτήσιμος — η, ο (Α διαιτήσιμος, ον) (για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από… … Dictionary of Greek